σπονδῇ — σπονδή drink offering fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σπονδή — drink offering fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σπονδή — η 1. ιεροτελεστία στην αρχαιότητα κατά την οποία έχυναν κρασί ή λάδι στη γη από ειδικό αγγείο: Έκαναν σπονδή στον τάφο του Αχιλλέα. 2. πληθ., σπονδές, οι συνθήκη ειρήνης. 3. «σπονδή στο Βάκχο», κρασοπότι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
σπονδή — Τελετή των αρχαίων Ελλήνων στην οποία έχυναν από ένα ποτήρι κρασί πάνω στη φωτιά όπου προσφερόταν η θυσία, ή στη θάλασσα, ανάλογα με το αν η τελετή γινόταν σε πλοίο ή στην ξηρά, προς τιμή των θεών, και ψάλλοντας ταυτόχρονα κάποια ωδή. Ανάλογα με… … Dictionary of Greek
σπονδῆι — σπονδῇ , σπονδή drink offering fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σπονδαῖς — σπονδή drink offering fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σπονδαῖσι — σπονδή drink offering fem dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σπονδαῖσιν — σπονδή drink offering fem dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σπονδαί — σπονδή drink offering fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σπονδᾶν — σπονδή drink offering fem gen pl (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σπονδῆς — σπονδή drink offering fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)